Προσφατα
.

ΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑ

REPORTAGE

FOLDERS

EDITORIAL

ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Advertise Space

στον Τοίχο

ΤΟΙΧΟΣ ΠΡΟΒΟΛΗΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ

13.9.23

Ο Λόμπο ήταν ένας λύκος που μαζί με την αγέλη του ήταν η μάστιγα του Νέου Μεξικού στα τέλη του 19ου αιώνα. Σκότωνε συνέχεια πρόβατα και οι καταστροφές που προκαλούσε ήταν τεράστιες. Οι κάτοικοι μεταχειρίζονταν διάφορα μέσα για να τον πιάσουν αλλά αποδείχθηκε ότι ήταν μάταιος κόπος. Φέρανε κι ένα γνωστό κι επιτήδειο κυνηγό λύκων γι' αυτό το σκοπό, μα όσα τεχνάσματα και αν χρησιμοποίησε κι εκείνος, δεν μπόρεσε να ξεγελάσει τον Λόμπο. 
 
Ήταν αδύνατο να τον πιάσει κανείς. Όλα τα μάντευε, μυριζόταν αμέσως τον κίνδυνο και πάντα ξέφευγε. Ώσπου μια μέρα οι άνθρωποι ανακάλυψαν το αδύνατο σημείο του: ήταν μία λευκή λύκαινα, η Μπλάνκα, η οποία ήταν το ταίρι του Λόμπο. Ο Σέτον τοποθέτησε διάφορες παγίδες σε ένα στενό πέρασμα, σκεπτόμενος ότι η Μπλάνκα θα έπεφτε σε κάποια από αυτές τις παγίδες, τις οποίες ο Λόμπο είχε καταφέρει να αποφύγει. Το σχέδιο του Σέτον πέτυχε. 
 
Η Μπλάνκα έπεσε σε μία παγίδα και ο Σέτον την βρήκε να ουρλιάζει με τον Λόμπο στο πλευρό της. Ο Λόμπο έτρεξε σε μια ασφαλή απόσταση και παρακολούθησε τον Σέτον και τους άντρες του να σκοτώνουν την Μπλάνκα σπάζοντας το λαιμό της με σχοινιά δεμένα στα άλογά τους. 
 
Ο Σέτον άκουσε τις κραυγές του Λόμπο λίγες μέρες αργότερα και περιέγραψε πως είχαν "μια αναμφισβήτητη νότα θλίψης... Δεν ήταν πια το δυνατό, προκλητικό ουρλιαχτό αλλά ένας μακρύς θρήνος". Παρά το γεγονός ότι ο Σέτον αισθάνθηκε τύψεις για το πένθος που προκάλεσε στον Λόμπο, συνέχισε το σχέδιό του να τον πιάσει. Παρά τον κίνδυνο, ο Λόμπο ακολούθησε τη μυρωδιά της Μπλάνκα μέχρι το ράντσο του Σέτον. 
 
Ο Σέτον τοποθέτησε περισσότερες παγίδες χρησιμοποιώντας το πτώμα της Μπλάνκα για να πάρουν τη μυρωδιά της. Στις 31 Ιανουαρίου 1894 ο Λόμπο πιάστηκε έχοντας όλα του τα πόδια παγιδευμένα. Όταν τον πλησίασε ο Σέτον, ο Λόμπο παρά τα τραύματά του στάθηκε και ούρλιαξε. Η γενναιότητα του Λόμπο και η αφοσίωση στη σύντροφό του, άγγιξε τον Σέτον, ο οποίος δεν μπορούσε πια να τον σκοτώσει. Μαζί με τους άνδρες του έδεσαν τον Λόμπο, του έβαλαν φίμωτρο και τον οδήγησαν στο ράντσο. Ο Λόμπο αρνήθηκε να τους αναγνωρίσει ως αφεντικά. 
 
Οι άντρες τον αλυσόδεσαν και ο Λόμπο απλά κοίταξε προς τη στέπα. Το ίδιο βράδυ πέθανε χωρίς να εξακριβωθούν τα αίτια. 
 
Το τομάρι του Λόμπο διατηρείται στο Ernest Thompson Seton Memorial Library and Museum στο Νέο Μεξικό. Ο Σέτον μέχρι το θάνατό του το 1946, υπερασπίστηκε τον λύκο, ένα ζώο που ήταν δαιμονοποιημένο. Έγραψε χαρακτηριστικά: "Από την εποχή του Λόμπο, η ειλικρινή επιθυμία μου ήταν να πω στους ανθρώπους ότι κάθε άγριο πλάσμα αποτελεί από μόνο του πολύτιμη κληρονομιά που δεν έχουμε δικαίωμα να καταστρέψουμε." 
 
Η ιστορία του Λόμπο άγγιξε τις καρδιές πολλών ανθρώπων τόσο στις Η.Π.Α. όσο και στον υπόλοιπο κόσμο και ήταν εν μέρει υπεύθυνη για την αλλαγή της στάσης ως προς το περιβάλλον και έδωσε το κίνητρο για την έναρξη του κινήματος για τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος. 
 
Η ιστορία αυτή είχε βαθιά επιρροή σε έναν από τους πιο δημοφιλείς παρουσιαστές και φυσιοδίφες στον κόσμο, τον σερ Ντέιβιντ Ατένμπορο και ενέμπνευσε την ταινία της Disney "The Legend Of Lobo" (1962), συμπεριλήφθηκε στο τεύχος "Σκηνές του Δάσους" των Κλασσικών Εικονογραφημένων, ήταν το θέμα ενός ντοκιμαντέρ του BBC που σκηνοθέτησε ο Steve Gooder το 2007 και συμπεριλήφθηκε σε έκθεση που παρουσιάστηκε στο Μουσείο Ιστορίας του Νέου Μεξικού.


 

 wiki

12.9.23

Η Μπρονισλάβα Βάις γεννήθηκε σε ένα καραβάνι μουσικών, περιπλανώμενων τσιγγάνων το 1908 ή το 1910. Η μητέρα της την ονόμασε «παπούσα» που σημαίνει κουκλίτσα. Ήταν ένα πανέμορφο παιδί με πολύ μακριά μαλλιά τα οποία δεν έκοψε ποτέ. 
 
Η παπούσα ήταν ίσως η μοναδική τσιγγάνα που ήξερε να γράφει και να διαβάζει. Δεν πήγε ποτέ σχολείο αλλά έκλεβε κοτόπουλα και τα αντάλλασσε με τη βοήθεια που της έδιναν τα παιδιά που πήγαιναν σχολείο ή μια Εβραία του χωριού που τη μάθαιναν να διαβάζει. Στα 16 της χρόνια αναγκάστηκε να παντρευτεί τον, κατά 25 χρόνια μεγαλύτερο, αδελφό του πατριού της, ο οποίος της απαγόρευε να διαβάζει. Το ότι ήταν εγγράμματη θεωρήθηκε πράγμα ανήθικο και βρώμικο από τους τσιγγάνους του 1920. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι διώξεις των Ναζί έστειλαν τη φυλή της Βάις στα δάση της Δυτικής Ουκρανίας όπου ζούσαν σε λαγούμια και παρότι υπέφεραν από την πείνα κατάφεραν να επιβιώσουν. 
 
Καθοριστικής σημασίας γεγονός για τη ζωή της Παπούσα ήταν η συνάντησή της με τον ποιητή Γιέρζι Φιτσόφσκι, ο οποίος το 1949, κυνηγημένος από τη μυστική αστυνομία, ζήτησε κρησφύγετο στον καταυλισμό της φυλής της Παπούσα. Ο Φιτσόφσκι γοητεύτηκε από τη ζωή των τσιγγάνων, κυρίως όμως από τη Βάις που έφτιαχνε αυτοσχέδιους στίχους για τα τσιγγανικά τραγούδια. Γι΄ αυτή της την ενασχόληση αντιμετωπιζόταν με επιφύλαξη από τους υπόλοιπους τσιγγάνους του καταυλισμού και γι΄αυτό ποτέ δε δέχθηκε τον τίτλο της ποιήτριας. Ποιήτρια και στείρα. Καταραμένη για τους τσιγγάνους. (τον γιo της τον βρήκε βρέφος ανάμεσα στα πτώματα μιας οικογένειας που αφάνισαν οι Ναζί και τον μεγάλωσε σα δικό της παιδί). 
 
Πολύ γρήγορα ο Φιτσόφσκι αναγνώρισε τη λογοτεχνική αξία των στίχων της που μιλούσαν για τα δάση, για την περίοδο των διώξεων από τους Ναζί και τη χαμένη ελευθερία των τσιγγάνων όταν μετά τον πόλεμο τους απαγορεύτηκε η νομαδική ζωή. Ήταν στίχοι ανομοιοκατάληκτοι, χωρίς ρυθμό, γεμάτοι από τον ονειρικό κόσμο του μυαλού της αλλά και των δραματικών γεγονότων που έζησε. 
 
Όταν ο Φιτσόφσκι επέστρεψε στη Βαρσοβία έγραψε ένα βιβλίο για τη ζωή και τους ηθικούς κώδικες των τσιγγάνων μαζί με ένα γλωσσάρι με τις βασικές φράσεις της γλώσσας τους. Σε αυτό το βιβλίο συμπεριέλαβε και τα 30 ποιήματα της Βάις, αφού τα μετέφρασε και τα επιμελήθηκε. Αυτό στάθηκε αφορμή να την εξορίσουν γιατί θεώρησαν ότι πρόδωσε τα μυστικά της φυλής της. 
 
Η Παπούσα περιφρονημένη, ντροπιασμένη και κυρίως τρομοκρατημένη επειδή απείλησαν να την σκοτώσουν, αφού πέρασε ένα διάστημα σε ψυχιατρείο, έζησε την υπόλοιπη ζωή της σε ένα μικρό χωριό, μέσα στη φτώχεια, καθώς δε δέχτηκε ποτέ τα χρήματα που της εξασφάλισαν τα πνευματικά δικαιώματα για τα ποιήματά της. 
 
Το πρώτο της ποίημα δημοσιεύτηκε το 1951 στο περιοδικό Nowa Kultura. Η ζωή της και το έργο της στάθηκαν αφορμή για την ταινία των Joanna Kos Krauze και Krzysztof Krauze με τον ομώνυμο τίτλο, αλλά και το βιβλίο ποιημάτων της Βίκυς Κατσαρού που και αυτό ονομάζεται «Παπούσα» και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ενύπνιο. 
 
Το ποίημα της Βάις που θεωρείται αριστούργημα είναι το «Γύφτικο τραγούδι βγαλμένο απ’ το κεφάλι της Παπούσα» (Gypsy Song Taken From Papusza’s Head Gili romani Papuszakre szerestyr utchody, 1950/1951): 
 
Σε ένα δάσος μεγάλωσα σαν θάμνος 
από χρυσάφι γεννημένη 
σε μια σκηνή 
όμοια με βωλίτη. 
 
Αγαπάω τη φωτιά με όλη μου την καρδιά. 
Οι άνεμοι, μικροί και μεγάλοι 
πήραν στην αγκαλιά τους 
την μικρή γύφτισσα 
και την φύσηξαν μακριά μέσα στον κόσμο. 
 
Οι βροχές ξέπλυναν τα δάκρυά μου, 
Ο ήλιος, ο χρυσός μου, γύφτος πατέρας, 
με κράτησε ζεστή και έδωσε όμορφο χρώμα στην καρδιά μου. 
Από το γαλάζιο ρυάκι δεν πήρα δύναμη, 
έπλυνα μόνο τα μάτια μου… 
 
Η αρκούδα περιπλανιέται στο δάσος 
σαν το ασημένιο φεγγάρι, 
Ο λύκος φοβάται τη φωτιά, 
δεν θα δαγκώσει έναν γύφτο. 
 
Ω, πόσο όμορφα δίπλα στην σκηνή τραγουδάει το κορίτσι, 
η φωτιά καίει! 
 
Ω, πόσο όμορφα οι άνθρωποι από μακριά 
ακούνε τα πασχαλιάτικα τραγούδια των πουλιών, 
το κλαψούρισμα των παιδιών και τα τραγούδια 
και τους χορούς των αγοριών και των κοριτσιών. 
 
Ω, πόσο όμορφα το δάσος θροΐζει για μας, 
-μάς τραγουδάει τραγούδια 
Πόσο όμορφα κυλάει το ποτάμι, 
μέχρι που γεμίζει την καρδιά μου με χαρά. 
 
Πόσο μεγάλη απόλαυση είναι να αντικρίζεις το βαθύ νερό, 
και να του λες τα πάντα. 
Γιατί κανείς δεν μπορεί να με καταλάβει, 
μόνο τα δάση και τα ρυάκια. 
 
Αυτά που λέω εδώ έχουν περάσει 
εδώ και πολύ καιρό 
κι έχουν πάρει μαζί τους τα πάντα 
-μαζί και τα νεανικά μου χρόνια. 




 

To Koskino

11.9.23

Το τραγούδι δεν είναι σύνθημα ή πράξη εκτονώσεως. Ούτε μαστίχα για το στόμα αθλητικών εφήβων ή συντροφιά νυχτερινή για οδηγούς ταξί και φορτηγών. Είναι μια σχέση υπεύθυνη, μια πράξη ερωτική ανάμεσά μας που μας αποκαλύπτει. Τελετουργία που απαιτεί, τόσο από σας όσο και από μένα, μια προετοιμασία θρησκευτική, επίμονη άσκηση γνώσης και αθωότητας, αποκαλύψεως και ανιχνεύσεως, μνήμης και προφητείας. 
 
Το τραγούδι είναι μια μαγική στιγμή κι εγώ ένας πανηγυριώτης μάγος εκπρόσωπός σας, που θα φωτίσω τις κρυφές και αθέατες γωνιές σας, θα σας εκπλήξω, θα σας γεμίσω ερωτήματα και μελωδίες που ίσως γενούν δικές σας και θα μεταφερθούν στο σπίτι σας, έτσι που να κοπεί ο ύπνος σας και να χαθεί για πάντα –αν είναι δυνατόν – ο εφησυχασμός σας. Κι ας μην μπορείτε να με τραγουδήσετε. Μήπως τάχα μπορείτε να εξαφανίσετε ένα πουλί ή να το φανερώσετε μέσ’ απ’ το φόρεμα ή από το μαντήλι σας; Κι όμως δεν το ξεχάσατε κι ούτε θα το ξεχάσετε σ’ όλη σας τη ζωή. Και θα το λέτε στα παιδιά σας έτσι όπως το πρωτοείδατε κάποια φορά από έναν μάγο σ’ ένα πανηγύρι – καθώς και το τραγούδι μου. 
 
Θα το θυμάσθε και θα το ’χετε εντός σας, χωρίς την δυνατότητα να το γλεντήστε με αυτάρεσκη και δυνατή φωνή. Μόνο να το ψελλίζετε θα είναι δυνατόν, σαν προσευχή... 
 
Δεν είναι το τραγούδι μου απλοϊκό κι ευχάριστο σαν το τενεκεδένιο σήμα μιας πολιτικής παράταξης ή ενός αθλητικού συλλόγου. Δεν κολακεύει τις συνήθειές σας ούτε και διασκεδάζει την αμηχανία σας, την οικογενειακή σας πλήξη ή την ερωτική σας ανεπάρκεια. 
 
Δεν είναι το τραγούδι μου μια μονόφωνη αρτηρία, ούτε μια πολυφωνική και λαϊκή υστερία. Είναι μια μυστική πηγή, μια στάση πρέπουσα και ηθική απέναντι στα ψεύδη του καιρού μας, ένα παιχνίδι ευφάνταστο μ’ απρόβλεπτους κανόνες, μια μελωδία απρόσμενη που γίνεται δική σας, δεμένη αδιάσπαστα με άφθαρτες λέξεις ποιητικές και ξαναγεννημένες. 
 
Και μην ξεχάσετε. Σαν φύγετε από ΄δω, δεν σας ανήκει παρά μονάχα το αίσθημα, η σκέψη και τα ερωτήματα, που ολόκληρο το βράδυ σας μετέδωσα μέσ’ απ’ τη μουσική μου. Σ’ εμένα απομένει το τραγούδι, η μαγική στιγμή μου, που είναι μια εξαίσια απάντηση αρκεί να με ρωτήστε. Ρωτήστε με λοιπόν. Κι ύστερα, σας παρακαλώ, σωπάστε! Γιατί θα τραγουδήσω! 
 
Πιστεύω πως η τέχνη του τραγουδιού αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα, γιατί το τραγούδι μας ενώνει μέσα σ’ ένα μύθο κοινό. Κι όπως στον χορό ενώνουμε τα χέρια μεταξύ μας για ν’ ακολουθήσουμε ίδιες ρυθμικές κινήσεις, έτσι και στο τραγούδι ενώνουμε τις ψυχές μας για ν’ ακολουθήσουμε μαζί, τις ίδιες εσωτερικές δονήσεις. Κι όσο για τον κοινό μύθο που δεν υπάρχει στις μέρες μας, τον σχηματίζουμε καινούριο κι απ’ την αρχή κάθε φορά. Κάθε φορά που νιώθουμε βαθιά την ανάγκη να τραγουδήσουμε. 
 
Μάνος Χατζιδάκις, 
Ο καθρέφτης και το μαχαίρι, εκδ. Ίκαρος, 1995

10.9.23

Στο ανθρώπινο φαντασιακό ο λύκος είναι συνδεμένος με το δάσος. Και καθόλου άδικα: συχνά η παρουσία του λύκου είναι δείκτης υγείας και βιοποικιλότητας για ένα δασικό οικοσύστημα. Τόσο για τη χλωρίδα, αφού ρυθμίζοντας τον πληθυσμό των φυτοφάγων θηλαστικών προστατεύει τα δεντρύλλια και τα δασικά φυντάνια, όσο και για την πανίδα, δίνοντας πρόσβαση σε διάφορα μικρότερα σαρκοβόρα και σε αρπακτικά πουλιά στα απομεινάρια της λείας του. [1] 
 
Μετά απο αιώνες επικυρήξεων, μαζικών σφαγών, δηλητηριασμένων δολωμάτων, αφανισμού των δασών και κυνηγιού μέχρι εξόντωσης, ο λύκος στην ευρώπη έφτασε στα όρια της εξαφάνισης. Δεν είναι παρά τις τελευταίες τρεις με τέσσερις δεκαετίες που η εγκατάλειψη της υπαίθρου αλλά και -κυρίως- μια σειρά απο προστατευτικές ρυθμίσεις και μέτρα αποζημιώσεων σε κτηνοτρόφους, έχουν επιτρέψει στους λύκους να επανέλθουν στα ευρωπαικά δάση, με τις ευλογίες των ελίτ της ΕΕ, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων προωθεί ένα αδιαπραγμάτευτα οικολογικό προφίλ. 
 
Ο λύκος είναι βέβαια κυνηγός και δη, εμβληματικός. Η εξυπνάδα και η περίπλοκη στρατηγική του στην αναζήτηση της λείας του, έχει αποτελέσει αντικείμενο αναρίθμητων μελετών, λογοτεχνικών έργων, ακόμα και πολεμικών επιτελείων (ο τζένγκινς χαν λέγεται πως στις αλλεπάλληλες στρατιωτικές του επιτυχίες που δημιούργησαν στις αρχές του 13ου αιώνα την αχανή μογγολική αυτοκρατορία, αντέγραφε τακτικές κυνηγιού των λύκων). Και ένας απο αυτούς χρησιμοποίησε περίσσεια πανουργία, θάρρος και στρατηγικό σχεδιασμό, ώστε να καταφέρει το αδιανόητο: το σεπτέμβρη του 2022, εισέβαλλε κάτω απο τη μύτη των σεκιουριτάδων στο περιφραγμένο και πολύ καλά φυλασσόμενο αγρόκτημα της πλασιέ της γενετικής μηχανικής και προέδρου της ευρωπαικής επιτροπής, ούρσουλα φον ντερ λάιεν, στη βορειοδυτική γερμανία και σκότωσε το αγαπημένο πόνυ της ούρσουλα, την –τι ταιριαστό– ντόλλυ. 
 
Στη γνωστή παράδοση των ελίτ που ταξιδεύουν με ιδιωτικό τζετ σε συνέδρια όπου συζητιέται η ανάγκη μείωσης των μετακινήσεων της πλέμπας, η καλή μας ούρσουλα άφησε να φανεί λίγο απο το ερεβώδες και μιασματικό υλικό που, εν είδει ψυχής, αποτελεί το δομικό συστατικό της προσωπικοτητάς της. Καταδίκασε τον λύκο σε θάνατο και εδώ και ένα χρόνο δεκάδες γερμανοί κυνηγοί προσπαθούν να τον εκτελέσουν. Απ΄όσο γνωρίζουμε εις μάτην: παρά τις εκατοντάδες σφαίρες και τις φρενήρεις συσκέψεις των εκτελεστών, ο snowy, όπως έχουν ονομάσει το λύκο οι υποστηρικτές του, καταφέρνει ακόμα να περιπλανιέται ζωντανός. 
 
Αλλά η κοπροψυχία ενός τέτοιου πλάσματος της κολάσεως, όπως η ευρωπαία πρόεδρος, δεν ηττάται έτσι εύκολα. Μη μπορώντας να δολοφονήσει τον snowy, η φον ντερ λάιεν, πιέζει τώρα για την εξόντωση των λύκων πανευρωπαικά. “Ο αριθμός των λύκων σε κάποιες ευρωπαικές περιοχές, αποτελεί κίνδυνο για τα κοπάδια και ενδεχομένως και για τους ανθρώπους επίσης”, δήλωσε τη δευτέρα, καλώντας τα κράτη-μέλη να “αναλάβουν δράση όπου είναι απαραίτητο”. 
Η κακόφημη πρόεδρος της ευρωπαικής επιτροπής που προσφάτως μεταβίβασε 35 δισεκατομμύρια ευρώ απο τους ευρωπαίους φορολογούμενους στα ταμεία της pfizer με το έτσι θέλω, ευελπιστεί τώρα να κάνει το ίδιο με τον snowy∙ στην προσπάθειά της να τον εκδικηθεί, θα καταστρατηγήσει κάθε ευρωπαική νομοθεσία που απο το 1992 θεωρεί το λύκο ως προστατευόμενο είδος, για να τιμωρήσει όχι μόνο αυτόν αλλά και στην λογική της συλλογικής ευθύνης, που γνωρίζει καλά τόσο αυτή, όσο και οι προγονοί της, να εξοντώσει όσους περισσότερους μπορεί απο το είδος του. Το σύμβολο της ευρωπαικής διαφθοράς, κακίας και υποκρισίας απέναντι στο σύμβολο της άγριας, ανυπόταχτης ζωής. Η καρδιά μας είναι με τον snowy – αλλά δεν ξεχνάμε πως “… ο εχθρός αυτός δεν έχει σταματήσει να νικά”. 
 
Ενάμιση αιώνα πριν, ένας άλλος εμβληματικός λύκος, ο lobo, που είχε επικηρυχθεί για χίλια δολλάρια, πέτυχε διαδοχικές νίκες απέναντι στην ανθρώπινη πονηριά και αιμοδιψία, πριν ηττηθεί τελικά από την έσχατη μοχθηρία: μη μπορώντας να συλλάβει τον ίδιο, ο κυνηγός σκότωσε τη συντροφό του και την έσυρε μπροστά του με το αλογό του. Ο λόμπο παραδόθηκε και λίγες ώρες μετά πέθανε, αρνούμενος να φάει ή να πιει νερό. Ο θανατός του όμως πυροδότησε την έναρξη ενός κινήματος διατήρησης της άγριας ζωής στην αμερική – στο οποίο μάλιστα πρωτοστάτησε ο ίδιος ο φονιάς του, που έκτοτε έγραψε μερικές θαυμάσιες ιστορίες για την άγρια ζωή. “Μετά τον λόμπο, η πιο ειλικρινή μου ευχή είναι να πείσω τους ανθρώπους πως το καθένα απο τα άγρια πλασματά μας είναι απο μόνο του μια πολύτιμη κληρονομιά την οποία δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να καταστρέψουμε ή να στερήσουμε απο τα παιδιά μας”, έγραψε ο δολοφόνος του, ernest seton. [2] 
 
Προφανώς δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτε ανάλογο απο όντα σαν τη φον ντερ λάιεν, ή απο τους αξιωματούχους της εε γενικά – είναι άλλωστε μια κοινώς ομολογουμένη αλήθεια πως ακόμα και ένα λαμπατέρ έχει περισσότερη ψυχή απο ένα ευρωπαίο αξιωματούχο. Οι λύκοι θα έχουν την τύχη που έχουν εσχάτως και τα δάση και ούτε το παραμικρό τσίμπημα δυσαρέσκειας δε θα διαπεράσει το χοντρό πλαστικό τείχος ξιπασιάς, υποκρισίας και ψυχικής ένδειας που εν πολλοίς χαρακτηρίζει την ηγεσία της εε. 
 
Όσοι απο τους λύκους της πάρνηθας και της δαδιάς -δυο εκ των δασών που αφέθηκαν να καταστραφούν τον τελευταίο ολέθριο μήνα- κατάφεραν να γλυτώσουν απο τη φωτιά, είναι λογικό να κατέβουν πιο χαμηλά, κοντά σε κατοικημένες περιοχές ίσως. Και τότε η μικροαστική μικροψυχία θα συναντήσει την ευρωπαική μοχθηρία, ζητώντας να “αναληφθεί δράση όπου είναι απαραίτητο”. Ας είμαστε εκεί – να υπερασπίσουμε όχι μόνο τα δάση και το αιώνιο συμβολό τους, το λύκο, αλλά και την ίδια την ανθρωπινοτητά μας. 
 
 [1] Το παράδειγμα του yellowstone park, όπου η επαναφορά του λύκου το 1995, σήμανε την αναγέννηση του δάσους, είναι το πλέον διάσημο: https://www.yellowstonepark.com/things-to-do/wildlife/wolf-reintroduction-changes-ecosystem/ 
 


 

 Τα ημερολόγια ενός Ιού

30.4.23

Η Κασσώπη βρίσκεται πολύ κοντά στο Ζάλογγο μία απότομη πλαγιά, στο χωριό Καμαρίνα του νομού Πρεβέζης, όπου το 1803 μετά τη συνθηκολόγηση των Σουλιωτών με τον Αλή Πασά, Σουλιώτισσες χορεύοντας πιασμένες χέρι - χέρι και πετώντας πρώτα τα παιδιά τους στο γκρεμό τα ακολούθησαν τραγουδώντας. 
Η Κασσώπη, πρωτεύουσα της Κασσωπαίας, κτίστηκε πριν τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. (340 π.Χ), σε φυσικά οχυρή θέση, σε ένα οροπέδιο με υψόμετρο 550-650 μ., στις πλαγιές του Ζαλόγγου, με σκοπό να προστατεύσει από την εκμετάλλευση των Ηλείων αποίκων, την εύφορη πεδιάδα που απλωνόταν νοτιότερα. Η μεγάλη ακμή της πόλης σημειώνεται τον 3ο αι. π.Χ., όταν κτίζονται τα μεγάλα δημόσια κτήρια και ανοικοδομούνται πολλά σπίτια. 
Η πόλη είχε δικό της νομισματοκοπείο. Η ίδρυση της πόλης ήταν το αποτέλεσμα ενός συνοικισμού των διάσπαρτων οικισμών της περιοχής. Κάποια πρώιμα ευρήματα υποδεικνύουν ότι πιθανόν στη θέση της πόλης να προυπήρχε κάποιος μικρότερος οικισμός. 
Η Κασσώπη απέκτησε οικονομική δύναμη με το εμπόριο, την κτηνοτροφία και τα προϊόντα της εύφορης πεδιάδας του Αχέροντα. Η πόλη είχε δικό της νομισματοκοπείο. Το νόμισμα της απεικόνιζε τον Δία και αετό σε κεραυνό. 
Η πόλη διατηρούσε πολιτική αγορά, πρυτανεία, δύο θέατρα, ξενώνα, ναούς λατρείας της Αφροδίτης και του Δία Σωτήρα. Γύρω στο 220 π.Χ., η πόλη εντάχτηκε στην Αιτωλική Συμμαχία. Η ευημερία της διήρκεσε μέχρι το 168 π.Χ. Το 167 π.Χ. καταστράφηκε από τους Ρωμαίους με επικεφαλής τον Αιμίλιο Παύλο και εγκαταλείφτηκε οριστικά με την υποχρεωτική συνοίκηση των κατοίκων της στη Νικόπολη, στο τέλος του 1ου αι. π.Χ. 

26.2.23

Γεννημένος το 1937 σε ένα χωριό των Αδάνων, γόνος μιας Κούρδικης φτωχής εργατικής οικογένειας, ο Γιλμάζ από μικρός είχε έφεση στα μαθήματα και κυρίως στις ξένες γλώσσες και τα Αγγλικά. Περίεργο πράγμα για την ηλικία του και την καταγωγή του καθώς δούλευε από πολύ μικρός για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες της ζωής. 
Προσπαθεί να σπουδάσει οικονομικά πρώτα στο πανεπιστήμιο της Άγκυρας και μετά στην Κωνσταντινούπολη και στα 21 του χρόνια ασχολείται ενεργά με τη σκηνοθεσία. Στα τέλη της δεκαετίας του 50 δικάζεται και φυλακίζεται για 18 μήνες στο Ικόνιο επειδή έκδωσε ένα κομμουνιστικό διήγημα. Από κει και πέρα αρχίζουν οι φυλακίσεις και οι εξορίες που θα τον ακολουθήσουν έως και το τέλος της ζωής του. 
Ο Γκιουνέι υπήρξε το πιο διάσημο όνομα που αναδύθηκε από τον Τούρκικο κινηματογράφο σαν ηθοποιός και σαν σκηνοθέτης, το σκληρό πρόσωπο του του χαρίζει το ψευδώνυμο άσχημος βασιλιάς και η επιλογή του να απευθύνεται στον λαό και τα προβλήματά του τον κάνει μια από τις πιο λαοφιλής φιγούρες στην Τουρκία, φτάνοντας σε σημείο να συμμετέχει σε 20 ταινίες τον χρόνο. Αρχίζει να σκηνοθετεί τις δικιές του ταινίες το 1965. 
Οι τίτλοι των ταινιών του καθρεφτίζουν την κατάσταση και τα αισθήματα του Τούρκικου λαού:Umut (Ελπίδα,1970), Ağıt (Ελεγεία, 1972), Acı (Πόνος, 1971), Umutsuzlar (Οι αβοήθητοι, 1971). Μετά το 1972, ωστόσο, ο Γκιουνέι θα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη φυλακή. 
Απελευθερώνεται από τη φυλακή το 1974, από γενική αμνηστία η οποία δόθηκε. Όσο είναι φυλακισμένος εκδίδει το περιοδικό «Γκιουνέι», που αριθμεί 13 τεύχη πριν το κλείσει ο στρατιωτικός νόμος και εξαιτίας των γραπτών του ξεκινήσουν δέκα διαφορετικές δίκες. 
Οι κατηγορίες ήταν: κομμουνιστική προπαγάνδα, αποδυνάμωση του εθνικού συναισθήματος, παρακίνηση του λαού σε διάπραξη εγκλημάτων, εγκλήματα που κλονίζουν το κύρος του κράτους στο εσωτερικό και το εξωτερικό και πάει λέγοντας. 
Τον Αύγουστο του 1974 ανακατεύεται στη δολοφονία ενός εισαγγελέα και καταδικάζεται σε 19 χρόνια. Προσμετρώντας και τις άλλες καταδίκες του, η ποινή του πλησιάζει τα 100 χρόνια φυλάκισης. Στα έργα του ο Γκιουνέι προσπάθησε με τιμιότητα και ειλικρίνεια να κάνει τα βιώματα και τις αντιλήψεις του πράξη. 
Προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα της ισορροπίας ανάμεσα σε μορφή και περιεχόμενο, δίνοντας φυσικά έμφαση στο δεύτερο. Ο φακός του προώθησε τις μέχρι τότε φόρμες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού με τη μυθοποίηση πραγματικών κοινωνικοπολιτικών δεδομένων («Ελπίδα»), την με απλή γλώσσα δραματοποίηση των σχέσεων και των αδιεξόδων της τούρκικης καθημερινότητας («Δρόμος») και την έξυπνη, πλατιά και διακριτική μαρξιστική θεώρηση της κοινωνικοοικονομικής εξέλιξης με την «επικολυρική πνοή ενός ποιητή της εικόνας» («Κοπάδι»). 
Η αφηγηματική τεχνική του, συχνά σαρκαστικά, χιουμοριστικά και αισιόδοξα, αποδίδει πρωταγωνιστικό ρόλο στις συνθήκες όπως αυτές διαμορφώνονται και διαμορφώνουν πρόσωπα, πράγματα και γεγονότα. Αξίζει να αναφερθεί ακόμα η Yol (Ο Δρόμος)1982 πλούσια λαογραφική και ηθογραφική παρουσία που τονίζει τα όποια βιώματα των ηρώων του και τους χαρακτηρίζει γλαφυρά σε τόπο και χρόνο. Το 1981 το σκάει από την φυλακή και το 1982 έρχεται και η παγκόσμια αναγνώριση στις Κάννες για την ταινία του Yol (Ο Δρόμος) που του χαρίζει και τον χρυσό φοίνικα. 
Η παγκόσμια αναγνώριση του Γκιουνέι αναγκάζει τις εφημερίδες να γράψουν «αυτό το κουρδόσπερμα, αυτός ο τσαμπουκάς βρωμοανατολίτης, ο αληταράς, ο νταβατζής και δολοφόνος, ο κομμουνιστής, εχθρός και διχαστής του έθνους» έγινε ο καλύτερος πρέσβης του ποιοτικού τούρκικου κινηματογράφου. 
Το 1983 σκηνοθετεί στην Γαλλία την τελευταία του ταινία Duvar (Ο τοίχος) μια βίαιη ιστορία φυλακισμένων παιδιών,μαζί με πολιτικούς κρατούμενους από το φασιστικό Τούρκικο καθεστώς. Το 1984 πεθαίνει από καρκίνο στο στομάχι στη Γαλλία, ακόμα και μετά το θάνατο του, οι ταινίες του είναι απαγορευμένες στην πατρίδα του. 
Στην Τουρκία φωτογραφίες του διατίθενται στους δρόμους, ενώ στους τοίχους κρεμάστηκαν αφίσες που γράφουν: «Εσένα που για χρόνια πολεμούσαν να σβήσουν το όνομά σου από την ιστορία του τουρκικού κινηματογράφου, κρατώντας σε πίσω απ' τα σιδερένια κάγκελα, δεν μπόρεσαν να δέσουν τις Ελπίδες σου στις αλυσίδες. Καλώς ήρθες ανάμεσά μας, Γιλμάζ Γκιουνέι»

olaeinedromos

ΜΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΔΡΟΜΟΣ

Ads Place 970 X 90


ΕΛΛΑΔΑ

ΚΟΣΜΟΣ

MAGAZINO